ἱπποθήλης

ἱπποθήλης
ἱππο-θήλης, ου, ,
A ass which has been suckled by a mare, such being kept for the stud, acc. to Arist.HA577b17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιπποθήλης — ἱπποθήλης, ὁ (Α) όνος που θήλασε φοράδα και τρέφεται για να οχεύει τις φοράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θηλή] …   Dictionary of Greek

  • ἱπποθήλας — ἱπποθήλᾱς , ἱπποθήλης ass which has been suckled by a mare masc acc pl ἱπποθήλᾱς , ἱπποθήλης ass which has been suckled by a mare masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”